- κιονοφορία
- κῑονο-φορία, ἡ,A bearing of pillars, and [suff] κῑονο-φόρος, ον, pillar-bearing, Id.ad D.P.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιονοφορία — κιονοφορία, ἡ (Α) [κιονοφορώ] (για τον Άτλαντα) το να φέρει, να κρατάει τους στύλους τού ουρανού … Dictionary of Greek
κιονοφορίας — κιονοφορίᾱς , κιονοφορία bearing of pillars fem acc pl κιονοφορίᾱς , κιονοφορία bearing of pillars fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)